δεινός

δεινός
δεινός
Grammatical information: adj.
Meaning: `fearful', also`strong, extraordinary' (Il.; s. Schwyzer 38).
Compounds: πάν-, περί-, ὑπέρ-.
Derivatives: δεινότης (Att.), esp. as rhetorical terminus, s. L. Voit Δεινότης. Leipzig 1934. Denomin. δεινόω `exagerate, magnify' (Th.), with δείνωσις (Pl.) with δεινωτικός (Corn.) and δείνωμα (Phld.); δεινάζω `in in fear' (LXX). - PN ΔϜε̄νίας (Cor.). Express. Δεινάκων (inscr.; Schwyzer 417 n. 1).
Origin: IE [Indo-European] [227] *duei-no- `fearful'
Etymology: From *δϜει-νός to δείδω (s. d.). The forms κλεινός (\< *κλεϜεσ-νός) : ἀ-κλε(Ϝ)ής makes also for δεινός beside *ἀ-δϜειής (\> ἀ-δεής) a basis *δϜειεσ-νός with early contraction possible.
Page in Frisk: 1,357-358

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δείνος — δεῑνος, ο (Α) 1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ. 2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας 3. είδος χορού 4. το αλώνι 5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού δίνος*, που… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — fearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • δεινός, -ή — ό 1. σφοδρός, άγριος, φοβερός: Ο καβγάς ανάμεσα στα δύο σκυλιά ήταν δεινός. 2. άξιος, έμπειρος, ικανός: Είναι δεινός κολυμβητής. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεινά η συμφορά, τα βάσανα, οι κακουχίες: Τα δεινά της σκλαβιάς είναι αβάσταχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνος — δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg δεῖνος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινότερον — δεινός fearful adverbial comp δεινός fearful masc acc comp sg δεινός fearful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτω — δεινός fearful masc/neut nom/voc/acc superl dual δεινός fearful masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτων — δεινός fearful fem gen superl pl δεινός fearful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτέραις — δεινός fearful fem dat comp pl δεινοτέρᾱͅς , δεινός fearful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”